- σχηματιζομένη
- σχηματίζωassume a certain formpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
νεολογισμός — Καινούργια λέξη ή έκφραση που έχει εισαχθεί σε μια γλώσσα. Ενώ οι κατασκευές λέξεων από το μηδέν (π.χ. Kodak, που θέλει να αναπαραγάγει τον θόρυβο από το άνοιγμα και το κλείσιμο του φωτογραφικού φακού ή η γαλλική λέξη gaz, που είναι μια αλλοίωση… … Dictionary of Greek
σπιγγέλειος — α, ο, Ν ανατ. 1. (για ανατομικά στοιχεία) αυτός που περιγράφηκε από τον φλαμανδό ανατόμο Αντριάαν βαν ντεν Σπίγγελ 2. φρ. α) «σπιγγέλειος λοβός τού ήπατος» μικρός ηπατικός λοβός πίσω από τις πύλες τού ήπατος, αλλ. κερκοφόρος λοβός β) «σπιγγέλεια… … Dictionary of Greek
στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek
Γκίλμπερτ, Γουόλτερ — (Walter Gilbert, Βοστόνη 1932 –). Αμερικανός φυσικοχημικός. Σπούδασε φυσική και χημεία στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και συνέχισε στο ίδιο πανεπιστήμιο τις μεταπτυχιακές σπουδές του. Αργότερα μεταπήδησε στο Κέιμπριτζ, όπου πραγματοποίησε και τη… … Dictionary of Greek